Αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα

Ο θυρεοειδής είναι ένας μικρός αδένας με σχήμα θυρεού (ασπίδα, οικόσημο), που βρίσκεται στη βάση του λαιμού, ακριβώς κάτω από το μήλο του Αδάμ.

Η βασική λειτουργία του είναι η ρύθμιση του μεταβολισμού.

Αυξάνει ή μειώνει το μεταβολισμό ανάλογα με τις συνθήκες (κρύο, ζέστη), τις ανάγκες (ξεκούραση, άσκηση) αλλά και την συναισθηματική μας κατάσταση (θυμός, φόβος, χαρά).

Οι δύο κύριες μεταβολικές ορμόνες που εκκρίνει ο θυρεοειδής είναι η Τ4 (Θυροξίνη) και η Τ3 (Τριιωδοθυρονίνη).

Από τις δύο αυτές ορμόνες, η δραστική είναι η Τ3 και επηρεάζει σχεδόν κάθε κύτταρο και μεταβολική διαδικασία μέσα στο σώμα όπως:

  • Την ανάπτυξη
  • Τη θερμοκρασία του σώματος
  • Την καρδιακή λειτουργία
  • Την έμμηνο ρύση
  • Την παραγωγή του αίματος (αιμοποίηση)
  • Την ανάπτυξη των τριχών
  • Την αποθήκευση και την καύση του λίπους
  • Τη γονιμότητα
  • Την κινητικότητα του εντέρου
  • Τη διαδικασία της πέψης
  • Τη νεφρική λειτουργία
  • Τη διάσπαση και το μεταβολισμό των υδατανθράκων
  • Τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα
  • Τον ύπνο
  • Τη συναισθηματική διάθεση
  • Τη σεξουαλική δραστηριότητα
  • Την παραγωγή ενέργειας στους μύες
Αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα
Αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα

Τι είναι η εξέταση των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων;

Η θυρεοσφαιρίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη του θυρεοειδούς που παίζει ρόλο στη σύνθεση της τριιωδοθυρονίνης (Τ3) και της θυροξίνης (Τ4).

Σε ορισμένους τύπους διαταραχών του θυρεοειδούς, η θυρεοσφαιρίνη μπορεί να ξεφύγει από το θυρεοειδή αδένα.

Μόλις απελευθερωθεί στην κυκλοφορία του αίματος εμφανίζεται ως αντιγόνο στον οργανισμό, με αποτέλεσμα το ανοσοποιητικό σύστημα να παράγει αντισώματα έναντι της θυρεοσφαιρίνης, οδηγώντας έτσι σε φλεγμονή και καταστροφή του θυρεοειδούς αδένα.

Τα αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα είναι παρόντα στην πλειοψηφία των ασθενών με θυρεοειδίτιδα Hashimoto.

Η αναζήτηση των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων συνήθως γίνεται σε συνδυασμό με την αναζήτηση αντισωμάτων έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (anti-TPO) και χρησιμεύει στη διάγνωση αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς αλλά και για τον έλεγχο πριν τη μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης (Tg) στον ορό.

Η παρουσία αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων στην μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοειδισμού στο έμβρυο ή το νεογνό.

Αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα: Γιατί ζητείται αυτή η εξέταση;

Ο θεράπων γιατρός μπορεί να ζητήσει την εξέταση για τα αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα εάν ο εξεταζόμενος εμφανίζει συμπτώματα που παραπέμπουν σε διαταραχή του θυρεοειδούς όπως κόπωση, ανεξήγητη αύξηση του σωματικού βάρους, δυσκοιλιότητα, ξηροδερμία κτλ.

Επίσης η εξέταση αυτή μπορεί να ζητηθεί στην περίπτωση που ο εξεταζόμενος έχει εμφανίσει βρογχοκήλη η οποία γίνεται εύκολα αντιληπτή καθώς μοιάζει με πρήξιμο στο λαιμό.

Βρογχοκήλη ονομάζεται κάθε διόγκωση του θυρεοειδούς ανεξαρτήτως αιτιολογίας.

Το συχνότερο αίτιο Βρογχοκήλης ήταν παλαιότερα η έλλειψη του ιωδίου στην διατροφή, αλλά σήμερα που χρησιμοποιείται ευρέως το ιωδιούχο αλάτι, οι βρογχοκήλες οφείλονται συνήθως στην υπέρ- ή υπολειτουργία του θυρεοειδούς, ή σε όζους που δημιουργούνται μέσα στον θυρεοειδή, όπως για παράδειγμα στην πολυοζώδη βρογχοκήλη.

Επίσης ζητείται όταν υπάρχει υποψία αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς – η νόσος Graves, η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, το πρωτοπαθές μυξοίδημα ή πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός και η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό (postpartum thyroiditis) – τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία κυκλοφορούντων αυτοαντισωμάτων και αυτοδραστικών Τ-λεμφοκυττάρων κατά αυτοαντιγόνων του αδένα.

Τα κύρια αυτοαντιγόνα του αδένα είναι όπως είπαμε η θυρεοσφαιρίνη (thyroglobulin, Tg), η θυρεοειδική υπεροξειδάση (thyroid peroxidase, TPO, ταυτόσημη με το «μικροσωμιακό αντιγόνο») και ο υποδοχέας της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (thyroid stimulating hormone receptor, TSH-R).

Πώς μπορεί να προετοιμαστεί κανείς για την εξέταση;

Για την εξέταση των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων, ο ασθενής χρειάζεται να δώσει δείγμα αίματος.

Ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού, ο ασθενής πρέπει να αποφύγει να φάει ή να πιει κάτι αρκετές ώρες πριν την εξέταση.

Από τον ασθενή μπορεί να ζητηθεί επίσης να διακόψει τη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων που μπορεί να επηρεάσουν την εξέταση αίματος.

Για παράδειγμα μπορεί να ζητηθεί η διακοπή αντιθρομβωτικών φαρμάκων όπως η βαρφαρίνη, αλλά και πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων διατροφής.

Ερμηνεία των αποτελεσμάτων

Τα τελευταία χρόνια τα αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα ανιχνεύονται σε μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών από ότι παλαιότερα, έτσι ανιχνεύονται στο 86-100% των ασθενών με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto, στο 87-89% των ασθενών με νόσο Graves χωρίς θεραπεία και στο 69-94% των ασθενών με πρωτοπαθές μυξοίδημα.

Χαμηλοί τίτλοι αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων ανιχνεύονται επίσης και στο 10-15% των φυσιολογικών (κυρίως γυναικών) γηραιών ατόμων.

Λιγότερο συχνά (28-65%) ανευρίσκονται σε ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς και στο 28-50% των ασθενών με κακοήθη αναιμία.

Η συχνότητα των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων σε ασθενείς με μη-οργανοειδικά αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σκληρόδερμα) ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι και 35%.

Οι τίτλοι αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων δεν μεταβάλλονται σημαντικά με την εξέλιξη και τη θεραπεία της νόσου, αλλά ούτε και σχετίζονται με το στάδιο της νόσου.

Η χορήγηση θυροξίνης σε ασθενείς με θετικά αντιθυρεοειδικά αντισώματα (anti-Tg και anti-ΤΡΟ) δεν μεταβάλλει τον τίτλο των αντισωμάτων, στο 80% των ασθενών.

Τα αντισώματα στη νόσο Graves μπορούν να χρησιμοποιηθούν, στη διάγνωση της ευθυρεοειδικής νόσου Graves, στην πρόβλεψη ύφεσης ή υποτροπής της νόσου Graves και στην πρόβλεψη ότι μια εγκυμονούσα γυναίκα με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα θα γεννήσει θυρεοτοξικό παιδί.

Ο τίτλος των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων μπορεί να αυξηθεί σε:

  • Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία.
  • Σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
  • Κοκκιωματώδη θυρεοειδίτιδα.
  • Θυρεοειδίτιδα Hashimoto.
  • Υπερθυρεοειδισμό.
  • Νεανική λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα.
  • Μυασθένεια G
  • Μυξοίδημα.
  • Μη τοξική οζώδη βρογχοκήλη.
  • Κακοήθη αναιμία.
  • Πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό.
  • Ρευματοειδή αρθρίτιδα.
  • Συνδρόμο Sjögren.
  • Συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
  • Αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδούς.
  • Καρκίνο του θυρεοειδούς.
  • Θυρεοτοξίκωση.
  • Η λήψη αντισυλληπτικών από του στόματος μπορεί να αυξήσει τον τίτλο αντισωμάτων έναντι της θυρεοσφαιρίνης.

Εν κατακλείδι

Tα αυτοαντισώματα έναντι της θυρεοσφαιρίνης και της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης αποτελούν πολύτιμους ορολογικούς δείκτες της θυρεοειδικής αυτοανοσίας και βοηθούν στη διάγνωση αυτοάνοσης θυρεοειδικής νόσου.

Έλλειψη των αντισωμάτων αυτών στον εξεταζόμενο ορό μπορεί ουσιαστικά και με ασφάλεια να οδηγήσει στον αποκλεισμό αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας.

Η παρουσία τους όμως δε μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στη διάγνωση της νόσου, δίχως να συνυπάρχουν τα κατάλληλα κλινικά ή βιοχημικά ευρήματα μιας και τα αντισώματα αυτά μπορούν να βρεθούν ακόμα και σε υγιή άτομα ή σε άλλα νοσήματα που δεν έχουν σχέση με τη λειτουργία του θυρεοειδούς.

Leave a Comment

Share to...