Μια ομάδα ερευνητών του Ιατρικού Τμήματος του Yale εξετάζει τι προκαλεί τον εκφοβισμό (bullying) και πώς μπορεί να σταματήσει – για να βοηθήσει τα παιδιά που βρίσκονται και στις δύο πλευρές αυτών των συγκρούσεων.
Τι εμπνέει τους bullies (τσαμπουκάδες, νταήδες, εκφοβιστές, όπως θέλετε αποκαλέστε τους) να ενεργούν με τον τρόπο που ενεργούν;
Τι κάνει ορισμένους ανθρώπους πιο πιθανούς στόχους για εκφοβισμό από άλλους; Και το πιο σημαντικό, πώς μπορούμε να σταματήσουμε τον εκφοβισμό;
Αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνας που διεξάγεται στο Κέντρο Μελέτης Παιδιού της Ιατρικής του Yale, όπου μια ομάδα ερευνητών εργάζεται για να ξετυλίξει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των bullies και των θυμάτων τους και να τις ανακατευθύνει με πιο θετικούς τρόπους.
Στην ομάδα συμμετέχει ο Denis Sukhodolsky, PhD, αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Μελέτης Παιδιού του Yale και ειδικός σε θέματα θυμού και επιθετικότητας στα παιδιά.
Αυτός και οι συνεργάτες του εξετάζουν τις βιολογικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις που διέπουν τη χρήση βίας ή ισχύος για να βλάψουν, να ταπεινώσουν ή να εκφοβίσουν τους άλλους.
Στόχος τους: να εντοπίσουν τρόπους για να βοηθήσουν όλα τα παιδιά και τους εφήβους να πλοηγούνται στις μεταξύ τους σχέσεις πιο ομαλά – και, τελικά, να καταστήσουν τον εκφοβισμό όσο το δυνατόν πιο σπάνιο φαινόμενο.
Πρόκειται για επείγουσα εργασία: Ένα στα τέσσερα παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες πέφτει θύμα εκφοβισμού κάθε χρόνο.
Πράγματι, ο εκφοβισμός αποτελεί μια μορφή κρίσης της δημόσιας υγείας.
Οι έρευνες συνδέουν τον εκφοβισμό στην παιδική ηλικία με έναν μακρύ κατάλογο προβλημάτων σωματικής και ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας, της κατάθλιψης και του υψηλότερου κινδύνου χρόνιων ασθενειών.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, οι αρνητικές επιπτώσεις του εκφοβισμού στην υγεία μπορεί να είναι συνολικά πιο επιβλαβείς από ό,τι η κακομεταχείριση από έναν ενήλικα κατά την παιδική ηλικία. Άλλες συνδέουν το ιστορικό εκφοβισμού με το χαμηλότερο εισόδημα στη διάρκεια της ζωής και τη χειρότερη ποιότητα ζωής.
Ο Sukhodolsky συμφωνεί με αυτά τα ευρήματα.
Ο αντίκτυπος του μεγέθους του εκφοβισμού στο άγχος, την κατάθλιψη και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι εντυπωσιακά υψηλός”, λέει – κάτι που ισχύει τόσο για τους θύτες όσο και για τα θύματα.
“Οι εκφοβιστές αισθάνονται τις αρνητικές συνέπειες της συμπεριφοράς τους”, λέει, αναφέροντας ως παραδείγματα τη σύγχυση, την αμηχανία και την κοινωνική απομόνωση.
Πολλοί εκφοβιστές δεν ξέρουν πώς αλλιώς να συμπεριφερθούν, λέει. “Κανείς στη ζωή τους δεν τους έχει εξηγήσει τι σημαίνει να πληγώνεις τα συναισθήματα ενός άλλου ατόμου”.
Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Χρησιμοποιώντας τεκμηριωμένα εργαλεία αξιολόγησης της προσωπικότητας, ο Sukhodolsky και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι πολλοί εκφοβιστές σημειώνουν υψηλά ποσοστά σε “σκληρά/ασυναισθηματικά” χαρακτηριστικά.
Ο όρος δεν αποτελεί κάποια αξιολογική κρίση ούτε και υποτιμητικό χαρακτηρισμό. Μάλλον περιγράφει την αδυναμία αναγνώρισης των σημείων που δείχνουν ότι ένα άλλο άτομο είναι αναστατωμένο.
Οι άνθρωποι αυτοί, λέει ο Sukhodolsky, έχουν ” μειωμένη ικανότητα να αντιλαμβάνονται τη στενοχώρια ενός άλλου ατόμου”.
Αυτά τα παιδιά τείνουν να έχουν δυσκολίες στη διαχείριση του θυμού και στην επιθετικότητα.
Πολλά έχουν βιώματα και εμπειρίες που πιθανώς συμβάλλουν στη συμπεριφορά τους.
Ερευνητές που χρησιμοποίησαν λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (fMRI) διαπίστωσαν εγκεφαλικές διαφορές σε παιδιά με τάση να εκφοβίζουν τους άλλους.
Το fMRI χρησιμοποιείται τόσο για έρευνες σχετικά με τις λειτουργίες του εγκεφάλου, όσο και ως μέθοδος απεικόνισης για τους εγκεφάλους ασθενών ή ατόμων με ψυχικές διαταραχές.
Άλλες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ορισμένες μορφές ανατροφής των γονέων και τα πρώιμα τραύματα μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη.
Η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης είναι ένα χαρακτηριστικό που οι εκφοβιστές συχνά μοιράζονται με τα θύματά τους, τα οποία συνήθως έχουν τις δικές τους διαπροσωπικές δυσκολίες.
Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ένα παιδί που χλευάζεται επειδή έχει αντιαισθητικές συνήθειες, όπως το να σκαλίζει τη μύτη του.
Κατά τη θεραπεία αυτού του εκφοβισμένου παιδιού, οι θεραπευτές εργάζονται για τις κοινωνικές δεξιότητες και την ευαισθητοποίησή του.
Μερικές φορές αυτά τα παιδιά δεν έχουν τα κατάλληλα πρότυπα στο σπίτι ή έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως αυτισμό, τικ ή διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Συχνά δεν έχουν καν επίγνωση ότι ορισμένες από τις συμπεριφορές τους θεωρούνται ακατάλληλες ή μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητη προσοχή.
Kerry: Μια χαρακτηριστική περίπτωση
Οι εμπειρίες της “Kerry” (τα ονόματα άλλαξαν για την προστασία της ιδιωτικότητας), μιας ψηλής 17χρονης που παίζει στην ομάδα ράγκμπι του λυκείου της στο Κονέκτικατ, αποτυπώνουν το πώς μπορεί να συμβεί αυτό.
Ενώ η Kerry έχει ΔΕΠΥ και άγχος, η “Elaine”, η μητέρα της, περιγράφει την κόρη της ως εύθυμη και κοινωνική.
Η Kerry αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως δημοφιλή, λέει η μητέρα της, αλλά στην πραγματικότητα “είχε πραγματικές περιπέτειες και περιπτώσεις εκφοβισμού και, δυστυχώς, η ίδια ήταν ο θύτης” από πολύ μικρή.
Η Elaine λέει ότι η Kerry είναι ένα “αστείο, αξιαγάπητο και εξωστρεφές παιδί”, αλλά παλεύει με το θυμό και δείχνει συχνά αναίσθητη απέναντι στα συναισθήματα των άλλων. Λέει η Elaine: ”
Γίνεται πύραυλος όταν δεν παίρνει αυτό που θέλει”. Και: “Ξεπερνάει τα όρια και δεν έχει ιδέα ότι έχει κάνει κάτι κακό”.
Η Kerry παίρνει φάρμακα για τη ΔΕΠΥ και επισκέπτεται θεραπευτές για περισσότερο από μια δεκαετία.
Αλλά σημείωσε μικρή πρόοδο μέχρι πρόσφατα, όταν άρχισε να συνεργάζεται με το Κέντρο Μελέτης Παιδιού στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής που εξετάζει την αποτελεσματικότητα της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας (CBT) για την ευερεθιστότητα και τα προβλήματα συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένου του εκφοβισμού.
“Για πρώτη φορά, η Kerry αποδέχεται τη θεραπεία και βλέπουμε πραγματική πρόοδο”, λέει η Elaine.
Εκτός από τις εβδομαδιαίες συνεδρίες συμβουλευτικής, η Kerry μπορεί να καλέσει το Κέντρο Μελέτης Παιδιού για υποστήριξη ή αν προκύψουν ερωτήσεις ή προβλήματα.
Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη του προγράμματος, η Kerry μαθαίνει να συγκρατεί τα νεύρα της, λέει η μητέρα της, και αλληλεπιδρά με πιο κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους με τους συνομηλίκους της.
“Τα πηγαίνει πολύ καλύτερα με τον προπονητή της, έχει μια δουλειά μερικής απασχόλησης και επικεντρώνεται στο να πάει στο κολέγιο”, λέει η Elaine.
“Νομίζω ότι αισθάνεται πιο ασφαλής και ότι ελέγχει περισσότερο το πεπρωμένο της. Κάνει πραγματικά βήματα προόδου”.
Ό,τι λειτουργεί για το θύμα του εκφοβισμού λειτουργεί και για το θύτη
Οι άνθρωποι που ακούνε για τον εκφοβισμό συχνά δίνουν -και παίρνουν- τη συμβουλή “απλά αγνοήστε το”, αλλά αυτό συνήθως δεν είναι η πιο χρήσιμη επιλογή, λένε οι ειδικοί.
Στο Κέντρο Μελέτης Παιδιού, η θεραπεία ξεκινά με μια ολοκληρωμένη ψυχολογική αξιολόγηση που περιλαμβάνει όχι μόνο συνεντεύξεις με το παιδί και τους γονείς, αλλά και συζητήσεις με δασκάλους, διευθυντές σχολείων και άλλους που εμπλέκονται στη ζωή του παιδιού.
Εκτός από την αντιμετώπιση υποκείμενων θεμάτων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, όπως η ΔΕΠΥ ή το άγχος, η “θεραπεία” συνήθως λαμβάνει τη μορφή γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, η οποία αποσκοπεί στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων μέσω της αλλαγής της προβληματικής σκέψης και συμπεριφοράς.
Στο πλαίσιο του εκφοβισμού, τίθενται συγκεκριμένοι στόχοι και, με τη βοήθεια των γονέων, αναπτύσσονται στρατηγικές που βοηθούν τα παιδιά να μάθουν πώς να διαχειρίζονται το θυμό και την επιθετικότητά τους.
Τα παιδιά που δέχονται εκφοβισμό ενθαρρύνονται να εξετάσουν πώς η αντίδρασή τους μπορεί να τροφοδοτήσει τη συμπεριφορά του εκφοβιστή, εξετάζοντας μεταξύ άλλων την αντίδραση και αν αυτή μπορεί να κάνει πιο πιθανό τον περαιτέρω εκφοβισμό.
Επιπλέον, εξετάζονται οι κοινωνικές δεξιότητες και τα πράγματα που συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από ένα συγκεκριμένο περιστατικό και συζητείται τι μπορεί να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, πολλά από τα παιδιά που μπορεί να συμπεριφέρονται ως νταήδες έχουν μακρά ιστορία διασπαστικής συμπεριφοράς, η οποία συχνά έχει τις ρίζες της σε δυσκολίες στη ζωή τους ή σε προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως η ΔΕΠΥ.
Ο στόχος είναι να βοηθηθούν τα παιδιά και οι έφηβοι να συνειδητοποιήσουν όχι μόνο τι πυροδοτεί τη συμπεριφορά τους αλλά και να προβλέψουν τι θα συμβεί στη συνέχεια – μια στρατηγική που οδηγεί στη λήψη καλύτερων αποφάσεων.
Φιλίες, όχι καυγάδες
Ο Sukhodolsky υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική ή απλή λύση για τον εκφοβισμό, αλλά λέει ότι έχει σημειωθεί πρόοδος από τότε που το θέμα βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά από έναν αριθμό αυτοκτονιών εφήβων.
Σήμερα, αρκετές πολιτείες της Αμερικής έχουν θεσπίσει νόμους που αποσκοπούν στην πρόληψη του εκφοβισμού, λέει.
“Τα σχολεία είναι πλέον υποχρεωμένα να έχουν ένα σχέδιο δράσης και να προσφέρουν υπηρεσίες για τα παιδιά που είτε κινδυνεύουν να πέσουν θύματα εκφοβισμού είτε κινδυνεύουν να γίνουν οι θύτες”, λέει.
Και αυτό φαίνεται να βοηθάει. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αναφορές και τα ποσοστά εκφοβισμού έχουν αρχίσει να μειώνονται.
Οι καλύτερες λύσεις είναι αυτές που αντιμετωπίζουν τις αναπτυξιακές δυσκολίες και τις μαθησιακές διαφορές μεταξύ των παιδιών, λέει ο Sukhodolsky.
Αυτές απαιτούν υποστήριξη από τα σχολεία και τις οικογένειες, λέει, σημειώνοντας ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να ενθαρρύνονται να συζητούν τις κοινωνικές δυσκολίες (όπως αυτές που συνοδεύουν τον αυτισμό) και να βοηθούν το ένα το άλλο.
Για παράδειγμα, λέει: “Ένα παιδί που βρίσκεται στο φάσμα της διαταραχής θα μπορούσε να συνεργαστεί με ένα κοινωνικά ικανό παιδί για να περνούν χρόνο μαζί στο μεσημεριανό γεύμα ή στην παιδική χαρά.
Το ένα θα μπορούσε να βοηθήσει το άλλο να μάθει τις κοινωνικές δεξιότητες”.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσουμε τον εκφοβισμό, λέει, είναι να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να μάθουν να προσαρμόζονται στις διαφορές των άλλων.
“Δεν μπορείς να αντικαταστήσεις τον εκφοβισμό με την απομόνωση”, λέει ο Sukhodolsky. “Πρέπει να τον αντικαταστήσεις με φιλίες”.