Υπερλιπιδαιμία: Αιτίες, συμπτώματα, διάγνωση, θεραπεία

Η υπερλιπιδαιμία είναι μια συχνή πάθηση που εμφανίζεται όταν υπάρχουν πάρα πολλά λίπη (που ονομάζονται λιπίδια) στο αίμα σας.

Η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια είναι δύο τύποι λίπους που μπορούν να συσσωρευτούν στις αρτηρίες, περιορίζοντας τη ροή του αίματος και αυξάνοντας τις πιθανότητες καρδιακής νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου ή άλλων προβλημάτων υγείας.

Πολλοί διαφορετικοί παράγοντες μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες εμφάνισης υπερλιπιδαιμίας.

Μολονότι για κάποιους από αυτούς δεν μπορεί να γίνει κάτι (για παράδειγμα, για το οικογενειακό ιστορικό), άλλοι μπορούν να ελεγχθούν, όπως η διατροφή και η άσκηση.

Πολλοί άνθρωποι που έχουν διαγνωστεί με υπερλιπιδαιμία μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων τρώγοντας πιο υγιεινά, όντας σωματικά πιο δραστήριοι και διατηρώντας ένα φυσιολογικό βάρος.

Άλλοι μπορεί να χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή ώστε να διατηρήσουν τα λιπίδια τους σε φυσιολογικά επίπεδα.

Υπερλιπιδαιμία Συμπτώματα

Η υπερλιπιδαιμία από μόνη της δεν θα σας κάνει να αισθάνεστε άρρωστοι, επομένως πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδιά τους είναι πολύ υψηλά μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός τους το διαγιγνώσκει από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων ρουτίνας.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, η υπερλιπιδαιμία μπορεί να οδηγήσει σε ξανθώματα, τα οποία είναι μαλακές, λιπώδεις, κιτρινωπές πλάκες κάτω από την επιφάνεια του δέρματος κοντά στα μάτια, τους αγκώνες, τα χέρια, τους γλουτούς ή τα γόνατα.

Άλλες μη συχνές εκδηλώσεις της υπερλιπιδαιμίας είναι το διογκωμένο συκώτι ή ο σπλήνας ή οι ωχροί δακτύλιοι γύρω από την ίριδα του ματιού.

Εάν παραμείνει χωρίς ρύθμιση, η υπερλιπιδαιμία μπορεί να οδηγήσει σε άλλα σοβαρά προβλήματα που γίνονται περισσότερο αισθητά, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιακή προσβολή και θρομβώσεις.

Η ύπαρξη υψηλών επιπέδων τριγλυκεριδίων μαζί με υψηλή χοληστερόλη LDL μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακής προσβολής.

Υπερλιπιδαιμία Αιτίες

Μολονότι τα αυξημένα λιπίδια μπορούν να αποτελέσουν αιτία για την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, παίζουν παράλληλα σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του οργανισμού.

Η χοληστερόλη είναι ένας τύπος κηρώδους λίπους που παράγει το σώμα μας στο συκώτι ή που απορροφάται από τις τροφές.

Είναι ένα σημαντικό δομικό συστατικό για τα κύτταρα του σώματος και είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή ορμονών και πεπτικών υγρών.

Τα τριγλυκερίδια είναι ένας τύπος λίπους που παρέχει ενέργεια για τη λειτουργία των κυττάρων καθώς και για το μεταβολισμό του αλκοόλ.

Απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος από τις τροφές που περιέχουν λίπος και από τις αποθήκες λίπους στο σώμα.

Τα τριγλυκερίδια προέρχονται επίσης από την κατανάλωση τροφών με περιττές θερμίδες, ιδίως θερμίδες από υδατάνθρακες – οι θερμίδες που το σώμα δεν χρησιμοποιεί αμέσως μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια και αποθηκεύονται.

Ο κίνδυνος καρδιακής νόσου αυξάνεται όταν υψηλά επίπεδα κυκλοφορούντων λιπιδίων συνδέονται με λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL χοληστερόλη, γνωστή ως “κακή χοληστερόλη”) ή λιποπρωτεΐνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL). Η LDL μεταφέρει χοληστερόλη στους ιστούς του οργανισμού , ενώ η VLDL μεταφέρει κυρίως τριγλυκερίδια.

Τόσο η LDL όσο και η VLDL χοληστερόλη συμβάλλουν στη συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες. Αυτή η πλάκα, που αποτελείται από λίπος, χοληστερόλη, ασβέστιο και άλλες ουσίες, σκληραίνει και στενεύει τις αρτηρίες.

Από την άλλη, η χοληστερόλη που συνδέεται με τις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL χοληστερόλη) αντιπροσωπεύει την πλεονάζουσα χοληστερόλη που απομακρύνεται από τους ιστούς.

Για το λόγο αυτό, η χοληστερόλη HDL είναι γνωστή ως “καλή χοληστερόλη”.

Με την πάροδο του χρόνου, η συσσώρευση πλακών γεμάτων χοληστερόλη μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο ή θρόμβους αίματος.

Τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων μπορούν να επηρεαστούν από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, όπως το οικογενειακό ιστορικό, η ηλικία, οι υποκείμενες παθήσεις, τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής καθώς και από τις καθημερινές συνήθειες και συμπεριφορές του ατόμου που αφορούν την υγεία του.

Οικογενειακό Ιστορικό

Μοιραζόμαστε πολλά με τα μέλη της οικογένειάς μας.

Η κληρονομικότητα ενδέχεται να επηρεάσει τις πιθανότητες εμφάνισης ορισμένων παθήσεων που είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στην υπερλιπιδαιμία, όπως η παχυσαρκία ή ο διαβήτης.

Η οικογένειά μας μπορεί επίσης να διαμορφώσει πολλές από τις συμπεριφορές και τις επιλογές μας, ιδίως όσον αφορά τη διατροφή και την άσκηση.

Ως αποτέλεσμα, εάν υπάρχουν συγγενείς με ιστορικό υπερλιπιδαιμίας, το ενδεχόμενο να την αναπτύξετε και εσείς είναι πιο πιθανό.

Ορισμένες κληρονομικές καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε προδιάθεση για υπερλιπιδαιμία, όπως:

  • Οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία —Η οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία είναι η πιο συχνή κληρονομική διαταραχή που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων σωματικού λίπους. Προκαλεί υψηλά επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων και επιδεινώνεται από άλλες χρόνιες παθήσεις όπως ο αλκοολισμός, ο διαβήτης και ο υποθυρεοειδισμός.
  • Οικογενής υπερχοληστερολαιμία— Αυτή η κληρονομική διαταραχή εμποδίζει το σώμα να απομακρύνει την LDL χοληστερόλη από το αίμα με αποτέλεσμα τα επίπεδα της “κακής” χοληστερόλης στο σώμα να είναι ασυνήθιστα υψηλά.
  • Οικογενής Δυσ-β-λιποπρωτεϊναιμία— Τα άτομα με οικογενή δυσ-β-λιποπρωτεϊναιμία έχουν μια γενετική ανωμαλία που οδηγεί στη συσσώρευση χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα. Όπως και η οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία, ορισμένα προβλήματα υγείας μπορούν να επιδεινώσουν την οικογενή δυσ-β-λιποπρωτεϊναιμία.

Ηλικία και φύλο

Καθώς μεγαλώνουμε, το σώμα μας δυσκολεύεται να απομακρύνει την περίσσεια χοληστερόλης από το αίμα και διευκολύνεται η συσσώρευση επικίνδυνων επιπέδων χοληστερόλης.

Το φύλο ενός ατόμου μπορεί επίσης να διαδραματίσει κάποιο ρόλο.

Οι άνδρες, κατά μέσο όρο, τείνουν να έχουν λιγότερη “καλή” χοληστερόλη από τις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες (ιδίως κάτω των 55 ετών) έχουν συχνά λιγότερη “κακή” χοληστερόλη.

Όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο πιθανό είναι να διαγνωστούμε με υπερλιπιδαιμία, αλλά και οι μικρότερες ηλικίες δεν είναι άτρωτες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα παιδιά που κάνουν καθιστική ζωή και ακολουθούν κακή διατροφή μπορούν να αναπτύξουν υπερλιπιδαιμία.

Ο διαβήτης, η παχυσαρκία, οι νεφροπάθειες και ορισμένες παθήσεις του θυρεοειδούς μπορούν επίσης να προκαλέσουν υψηλή χοληστερόλη και υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων σε παιδιά και εφήβους.

Παθήσεις

Έχει αποδειχθεί ότι η ύπαρξη ορισμένων παθήσεων αλλά και καταστάσεων όπως η εγκυμοσύνη αυξάνει τον κίνδυνο ύπαρξης μη φυσιολογικών επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων: 

  • Διαβήτης
  • Νεφρική νόσος
  • Εγκυμοσύνη
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)
  • Υπολειτουργία του θυρεοειδούς

Ο διαβήτης, ειδικότερα, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης υψηλής χοληστερόλης.

Αν και δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο γιατί συμβαίνει αυτό, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα ινσουλίνης μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τα επίπεδα χοληστερόλης, αυξάνοντας την ποσότητα της “κακής” χοληστερόλης και μειώνοντας την ποσότητα της “καλής” χοληστερόλης.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους πάσχουν από διαβήτη τύπου 2.

Φάρμακα

Τα φάρμακα μπορεί επίσης να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης υπερλιπιδαιμίας.

Η λήψη φαρμάκων όπως οι β-αναστολείς, τα διουρητικά, ορισμένα αντισυλληπτικά χάπια ή ορισμένα αντικαταθλιπτικά μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα.

Μια ευρεία γκάμα φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στο μεταβολισμό των λιπιδίων που οδηγούν σε δυσλιπιδαιμία.

Σε αυτά περιλαμβάνονται αντιυπερτασικά, όπως τα θειαζιδικά διουρητικά και οι μη ειδικοί β-αδρενεργικοί αποκλειστές, διάφορες στεροειδείς ορμόνες, συμπεριλαμβανομένων των γλυκοκορτικοειδών, των οιστρογόνων, των ανδρογόνων και των συναφών ενώσεών τους, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, αντινεοπλασματικοί παράγοντες, άτυπα αντιψυχωσικά, αναστολείς της HIV-1 πρωτεάσης, αντιεπιληπτικά και άλλα.

Η επίδραση ορισμένων φαρμάκων είναι ήπια και μικρής κλινικής σημασίας, ενώ άλλα μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή υπερλιπιδαιμία και οξείες επιπλοκές όπως παγκρεατίτιδα.

Η ενημέρωση σχετικά με τη δυσλιπιδαιμία που προκαλείται από φάρμακα είναι απαραίτητη για την παροχή της κατάλληλης  φροντίδας σε ασθενείς με διαταραχές των λιπιδίων.

Τρόπος ζωής και καθημερινές συνήθειες που επηρεάζουν την υγεία

Ορισμένες επιλογές που αφορούν τον τρόπο ζωής μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων, όπως το τι τρώτε, πόσο συχνά ασκείστε και αν καπνίζετε.

  • Διατροφικές επιλογές: Προσλαμβάνετε ορισμένη ποσότητα χοληστερόλης από συγκεκριμένα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λίπη και τρανς λιπαρά.
    Επιπλέον, όταν καταναλώνετε περισσότερες θερμίδες από όσες μπορείτε να κάψετε, αυτές οι επιπλέον θερμίδες μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλά επίπεδα στο αίμα σας.
  • Σωματική δραστηριότητα: Η περιορισμένη σωματική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους και να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων.
  • Βάρος: Το υπερβολικό βάρος ή η παχυσαρκία μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα σας χρησιμοποιεί τη χοληστερόλη, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα στο αίμα σας.
    Το υπερβολικό βάρος μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υψηλά τριγλυκερίδια, τα οποία αποθηκεύονται στα λιποκύτταρά σας.
  • Κάπνισμα: Το κάπνισμα δεν θα προκαλέσει την αύξηση της LDL χοληστερόλης, αλλά μπορεί να προκαλέσει πτώση των επιπέδων της HDL χοληστερόλης σας (το καλό είδος), καθώς και να βλάψει τις αρτηρίες και να επιταχύνει την ταχύτητα με την οποία σκληραίνουν.
  • Κατανάλωση αλκοόλ: Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τα επίπεδα τόσο της χοληστερόλης όσο και των τριγλυκεριδίων.

Υπερλιπιδαιμία Διάγνωση

Η υπερλιπιδαιμία δεν παρουσιάζει σωματικά σημεία ή συμπτώματα της πάθησης, οπότε ο θεράπων γιατρός σας πρέπει να βασιστεί σε εξετάσεις αίματος για να την εντοπίσει.

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος διάγνωσης της υψηλής χοληστερόλης είναι η εξέταση λιπιδίων.

Εξετάσεις λιπιδίων

Μια απλή εξέταση αίματος που ονομάζεται λιπιδαιμική εξέταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα σας.

Η εξέταση περιλαμβάνει λήψη αίματος μετά από νηστεία για περίπου 12 ώρες.

Τιμές που μπορεί να οδηγήσουν στη διάγνωση

Σε κάθε άτομο, με υψηλές τιμές TC (>240 mg/dL), LDL-C (>160 mg/dL) και TG (>200 mg/dL) ή χαμηλές τιμές HDL- C (<40mg/dL για άνδρες και <50mg/dL στις γυναίκες) συστήνεται η διερεύνηση των αιτιών (πρωτοπαθών και δευτεροπαθών) της δυσλιπιδαιμίας με τη λήψη ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, τη διενέργεια φυσικής εξέτασης καθώς και συμπληρωματικού εργαστηριακού ελέγχου (έλεγχος θυρεοειδικής, ηπατικής, νεφρικής λειτουργίας και γλυκόζης αίματος).

Για τη συνολική χοληστερόλη:

  • 200 χιλιοστόγραμμα ανά δεκατόλιτρο (mg/dl) ή λιγότερο είναι φυσιολογική.
  • Τα 201 έως 240 mg/dL είναι οριακά αποδεκτή.
  • Πάνω από 240 mg/dL είναι υψηλή.

Όσον αφορά την HDL (“καλή χοληστερόλη”), όσο υψηλότερη είναι η τιμή, τόσο το καλύτερο:

  • 60 mg/dL ή περισσότερο είναι καλή τιμή – προστατεύει από καρδιακές παθήσεις.
  • Τα 40 έως 59 mg/dL είναι αποδεκτή.
  • Λιγότερα από 40 mg/dL είναι χαμηλή, αυξάνοντας την πιθανότητα καρδιακής νόσου.

Για την LDL (“κακή χοληστερόλη”), όσο χαμηλότερη είναι, τόσο το καλύτερο:

  • Λιγότερο από 100 mg/dL είναι το ιδανικό.
  • Τα 100 έως 129 mg/dL μπορεί να είναι καλά, ανάλογα με την υγεία σας.
  • Τα 130 έως 159 mg/dL είναι οριακά υψηλά επίπεδα.
  • Τα 160 έως 189 mg/dL είναι υψηλά.
  • Τα 190 mg/dL ή περισσότερο είναι πολύ υψηλά.

Για τα τριγλυκερίδια, όσο χαμηλότερη είναι η τιμή, τόσο το καλύτερο:

  • 150 mg/dL ή λιγότερο μπορεί να είναι ο επιδιωκόμενος στόχος που συστήνει ο γιατρός σας, αν και η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία προτείνει ότι ένα χαμηλότερο επίπεδο είναι καλύτερο για την υγεία.
  • 151 έως 200 mg/dL σημαίνει ότι βρίσκεστε στο δρόμο προς μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων.
  • Πάνω από 200 mg/dL σημαίνει ότι έχετε υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου.

Ο γιατρός σας θα λάβει υπόψη του τη συνολική πιθανότητα εμφάνισης καρδιακής νόσου για να ορίσει τον προσωπικό σας στόχο για την LDL. Για τα άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου ή που ήδη πάσχουν από αυτήν, η LDL σας θα πρέπει να είναι μικρότερη από 100 mg/dL. (Ο καρδιολόγος σας μπορεί να σας συστήσει ακόμη χαμηλότερη LDL – λιγότερο από 70 mg/dL – εάν ο κίνδυνος καρδιακής νόσου είναι πολύ υψηλός).

Υπερλιπιδαιμία Θεραπεία

Ορισμένοι άνθρωποι είναι σε θέση να μειώσουν τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων τους πραγματοποιώντας κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, όπως η βελτίωση της διατροφής και η περισσότερη άσκηση.

Άλλοι μπορεί να χρειάζονται τη βοήθεια φαρμάκων.

Το τι θα σας συστήσει ο γιατρός σας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα εργαστηριακά σας αποτελέσματα, το ιστορικό της υγείας σας και τυχόν άλλους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να επηρεάζουν την καρδιαγγειακή σας υγεία.

Αλλαγές στον τρόπο ζωής

Μπορεί να είστε σε θέση να μειώσετε τα επίπεδα της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων σας κάνοντας κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής σας, δηλαδή τρώγοντας καλύτερα, αθλούμενοι περισσότερο και διατηρώντας ένα φυσιολογικό βάρος.

  • Διατροφή: Περιορίστε τις τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα ή τρανς λιπαρά, όπως ορισμένα κρέατα, τροπικά φυτικά έλαια (όπως φοινικέλαιο) και τυρί.

    Επιλέξτε τροφές με λιγότερα λιπαρά και ακόρεστα λιπαρά, όπως φρούτα, λαχανικά, άπαχες πρωτεΐνες (όπως ψάρια) και ξηρούς καρπούς.

    Εάν έχετε υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, προσπαθήστε να καταναλώνετε λιγότερες θερμίδες, καθώς οι υπερβολικές θερμίδες μετατρέπονται σε τριγλυκερίδια και αποθηκεύονται ως λίπος.
  • Άσκηση: Η σωματική δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της ποσότητας χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα σας.

    Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία συνιστά τουλάχιστον 150 λεπτά αερόβιας άσκησης μέτριας έντασης κάθε εβδομάδα ή 75 λεπτά αερόβιας έντονης έντασης, τα οποία θα πρέπει κατά προτίμηση να κατανέμονται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας.

    Μια μελέτη διαπίστωσε ότι 12 ή περισσότερες εβδομάδες αερόβιας άσκησης προκάλεσαν πτώση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων κατά περισσότερο από 3% και της LDL χοληστερόλης κατά 5%.
  • Απώλεια βάρους: Το υπερβολικό βάρος ή η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα σας.

    Η μείωση του δείκτη μάζας σώματος σε ένα φυσιολογικό επίπεδο μπορεί να βελτιώσει την ικανότητα του σώματός σας να αποβάλλει και να επεξεργάζεται τις λιποπρωτεΐνες πιο αποτελεσματικά και να τις εμποδίζει να συσσωρεύονται στην κυκλοφορία του αίματος.

    Ευτυχώς, ο καλύτερος δρόμος για να χάσετε βάρος είναι μέσω μιας υγιεινής διατροφής και συχνής άσκησης, τα οποία και τα δύο θα βοηθήσουν επίσης στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων.
  • Διακοπή καπνίσματος: Το κάπνισμα καταστρέφει τα αιμοφόρα αγγεία σας και τα καθιστά πιο επιρρεπή στη συγκέντρωση λιπαρών εναποθέσεων στο τοίχωμά τους.

    Η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου.

Φαρμακευτική αγωγή

Εάν δεν καταφέρετε να μειώσετε τα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής σας, ο γιατρός σας μπορεί να σας συνταγογραφήσει φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης.

Αυτά τα φάρμακα συχνά πρέπει να λαμβάνονται μακροπρόθεσμα και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού σας.

Οι παράγοντες αυτοί χρησιμοποιούνται για να μειώσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης ή και των τριγλυκεριδίων στο αίμα.

Για την επιλογή του πιο κατάλληλου υπενθυμίζεται ότι η υπερλιπιδαιμία δεν είναι νόσος, αλλά παράγοντας κινδύνου.

Η λήψη οποιουδήποτε υπολιπιδαιμικού φαρμάκου θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από δίαιτα, αποχή από το κάπνισμα, διατήρηση χαμηλού (κοντά στο ιδανικό) σωματικού βάρους και ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (σε υπερτασικούς).

Η δίαιτα πρέπει να είναι πάντοτε η αρχική επιλογή στη θεραπεία.

Γενικά πρέπει να ακολουθείται για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών πριν αρχίσει η φαρμακευτική αγωγή. Σε ορισμένους ασθενείς υψηλού κινδύνου η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αρχίσει μετά από μικρότερη περίοδο διαιτητικής αγωγής. Η δίαιτα θα πρέπει να συνεχίζεται και στη διάρκεια της θεραπείας.

Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η θεραπεία που ελαττώνει τη χοληστερόλη χαμηλής πυκνότητας (LDL) ή και αυξάνει τη χοληστερόλη υψηλής πυκνότητας (HDL) ελαττώνει την πρόοδο της στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης και ακόμη μπορεί να προκαλέσει υποστροφή των αθηροσκληρωτικών βλαβών.

Ακολουθούν τα πιο συνηθισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της υψηλής χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων:

  • Οι στατίνες (λοβαστατίνη, σιμβαστατίνη, πραβαστατίνη κλπ) αναστέλλουν την αναγωγάση του 3-υδροξυ-3-μεθυλγλουταρικού συνενζύμου Α (HMG-CoA), ενός ενζύμου που ρυθμίζει την ταχύτητα σύνθεσης της χοληστερόλης. Με αυτό τον τρόπο οι στατίνες αναστέλλουν τη σύνθεση της χοληστερόλης σε πολύ πρώιμο στάδιο. Είναι πολύ ισχυρά αντιχοληστερολικά φάρμακα, αλλά λιγότερο δραστικά από τις φιβράτες στη μείωση των τριγλυκεριδίων.
  • Οι ρητίνες (π.χ. χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη) παρεμβαίνουν στον εντεροηπατικό κύκλο των χολικών αλάτων, προδρόμων της χοληστερόλης, μειώνοντας έτσι τα επίπεδά της στο αίμα.

    Το συνηθέστερο μειονέκτημά τους, που αποθαρρύνει τους ασθενείς από τη λήψη τους, είναι η δυσκοιλιότητα. Ενδείκνυνται κυρίως σε υπερχοληστερολαιμία τύπου ΙΙ.
  • Οι φιβράτες (π.χ. φαινοφιβράτη, βεζαφιβράτη, γεμφιβροζίλη, κλπ) μειώνουν τη στάθμη της χοληστερόλης, της LDL, κυρίως όμως των τριγλυκεριδίων.

    Συνιστώνται κυρίως στις υπερλιπιδαιμίες τύπου ΙΙΙ και IV, αλλά και ΙΙ, μόνες ή σε συνδυασμό με ρητίνες.
  • Το νικοτινικό οξύ και τα παράγωγά του μειώνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων αναστέλλοντας τη σύνθεσή τους, ενώ αυξάνουν και την HDL χοληστερόλη.
  • Ο συνδυασμός μιας στατίνης με νικοτινικό οξύ ή φιβράτη και ορισμένα άλλα φάρμακα φέρει αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών στους μυς συμπεριλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης.

    Ασθενείς με υποθυρεοειδισμό πρέπει να λάβουν επαρκή θεραπεία υποκατάστασης πριν από τον υπολογισμό των απαιτήσεών τους για υπολιπιδαιμική αγωγή, διότι η διόρθωση του υποθυρεοειδισμού από μόνη της μπορεί να επιλύσει τη διαταραχή των λιπιδίων.

    Μη αντιμετωπισθείς υποθυρεοειδισμός αυξάνει τον κίνδυνο μυοσίτιδας μετά τη λήψη υπολιπιδαιμικών φαρμάκων. Το αυτό ισχύει για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
  • Αναστολείς PCSK9: Αυτό το είδος φαρμάκου είναι μια σχετικά νέα διαθέσιμη επιλογή για τη θεραπεία ατόμων με οικογενή υπερχοληστερολαιμία, η οποία προκαλεί υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης.

    Οι αναστολείς PCSK9 χρησιμοποιούνται επίσης για όσους δεν μπορούν να επιτύχουν επίπεδα χοληστερόλης στα επίπεδα-στόχο μόνο με στατίνες, καθώς και για άτομα με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης που δεν έχουν ανοχή σε μια στατίνη.

Σε γενικές γραμμές, αυτά τα φάρμακα συνήθως συνταγογραφούνται μόνο εάν έχετε ήδη υποστεί ή διατρέχετε αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου, έχετε πολύ υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης (190+ mg/dL) ή έχετε ορισμένους παράγοντες κινδύνου, όπως διαβήτη σε συνδυασμό με επίπεδα LDL χοληστερόλης άνω των 70 mg/dL. Ωστόσο, μόνο λίγο περισσότερα από τα μισά άτομα που χρειάζονται αυτά τα φάρμακα τα λαμβάνουν πράγματι.

Share to...