Διάρροια: Πώς γίνεται η διάγνωση

12 Λεπτά
Διάρροια: Πώς γίνεται η διάγνωση

Πώς γίνεται η διάγνωση της διάρροιας

Ενώ από τη μία μπορεί κανείς με σχετικά ασφάλεια να περιμένει να περάσει ένα επεισόδιο διάρροιας, ωστόσο, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις παιδιών, βρεφών και ηλικιωμένων, αυτό που μοιάζει με μεμονωμένο επεισόδιο μπορεί να αποδειχτεί σοβαρό πρόβλημα.

Ορισμένες παθήσεις που αποτελούν την αιτία της διάρροιας απαιτούν θεραπευτική αντιμετώπιση και ο γιατρός μπορεί να προβεί στη διενέργεια των απαιτούμενων εξετάσεων για να καταλήξει στη διάγνωσή του.

Από τις πιο βασικές μεταξύ αυτών των εξετάσεων είναι η εξέταση αίματος και κοπράνων.

Η διάρροια μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση, σε πόνο, σε αδυναμία και σε υποσιτισμό (ελλιπή θρέψη) εάν δεν αντιμετωπιστεί.

Αν κανείς έχει ξαφνικό επεισόδιο διάρροιας που επιμένει για πάνω από 48 ώρες, πρέπει να απευθυνθεί στο γιατρό ή σε νοσοκομείο.

Αυτοέλεγχος

Η διάρροια είναι οι μαλακές, υδαρές κενώσεις που λαμβάνουν χώρα τρεις ή και περισσότερες φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Ανάλογα με τα αίτια που ευθύνονται για τη διάρροια, ποικίλει και η συμπτωματολογία.

Κατά βάση, δεν είναι απαραίτητο να ζητήσει κανείς ιατρική βοήθεια εάν η διάρροια αποδράμει μέσα σε 24 ώρες όταν πρόκειται για παιδιά ή σε 48 όταν πρόκειται για ενήλικες.

Πρέπει να επισημανθεί ωστόσο ότι άλλα συνοδά συμπτώματα μπορεί να είναι ενδεικτικά πιο σοβαρών ή ανησυχητικών καταστάσεων.

Ο ασθενής πρέπει να απευθύνεται σε γιατρό όταν παρατηρήσει τα εξής:

  • Kόπρανα που είναι μαύρα ή έχουν το χρώμα της πίσσας, ή περιέχουν αίμα ή πύον.
  • Πυρετό πάνω από 38,9 °C
  • Οξύ κοιλιακό άλγος ή πόνο από το ορθό στους ενήλικες
  • Χρόνια διάρροια ή διάρροια που διαρκεί για παραπάνω από δύο ημέρες
  • Σημεία αφυδάτωσης όπως ζαλάδα, κεφαλαλγία, σκουρόχρωμα ούρα, καθόλου ούρα, ξηροστομία, ξηρή μύτη ή γλώσσα

Η διάρροια σε ένα νεογέννητο μωρό ή σε ένα βρέφος θα πρέπει να αξιολογείται πάντα από παιδίατρο.

Είναι επίσης χρήσιμο ο ασθενής να καταγράψει τις τροφές που κατανάλωσε, τα ταξίδια που έκανε, το νερό που ήπιε εφόσον προερχόταν από αμφίβολη πηγή, και την όποια φαρμακευτική αγωγή ελάμβανε πριν την εμφάνιση της διάρροιας.

Όσο πιο λεπτομερές είναι το ιστορικό τόσο πιο χρήσιμες είναι οι πληροφορίες για τον θεράποντα γιατρό.

Δεν είναι τέλος κακή η ιδέα της φύλαξης των συσκευασιών ύποπτων τροφών που πιθανά ευθύνονται για τη διάρροια προκειμένου οι υγειονομικές αρχές να διερευνήσουν περαιτέρω την υπόθεση και γιατί όχι, να προλάβουν μία έξαρση σε τοπικό επίπεδο παραπλήσιων συμπτωμάτων.

Εργαστηριακές εξετάσεις

Επιπρόσθετα με την κλινική εξέταση και τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού από τον ασθενή, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει εξέταση κοπράνων.

Μία μικρή ποσότητα κοπράνων συλλέγεται σε ένα αποστειρωμένο σκεύος προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν επιμόλυνση του δείγματος.

Μπορούν επίσης να γίνουν εξετάσεις αίματος και ούρων για τον έλεγχο ύπαρξης λοίμωξης, αναιμίας, αφυδάτωσης και ηλεκτρολυτικών διαταραχών.

Εξετάσεις κοπράνων

Υπάρχουν διάφορες εξετάσεις που μπορούν να διενεργηθούν με το δείγμα κοπράνων του ασθενή:

Καλλιέργεια κοπράνων

Αυτή η εξέταση έχει στόχο την εύρεση μικροοργανισμών που δε θα έπρεπε υπό φυσιολογικές συνθήκες να εντοπίζονται στα κόπρανα, ή που ο πληθυσμός τους είναι αφύσικα μεγάλος.

Μεταξύ αυτών είναι το καμπυλοβακτηρίδιο, η σαλμονέλα και η σιγκέλλα.

Η καλλιέργεια κοπράνων οδηγεί στην εξακρίβωση της παρουσίας των παθογόνων μικροοργανισμών και αν αυτή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

Μοριακές μέθοδοι για τη διάγνωση ύπαρξης παθογόνων μικροοργανισμών

Οι μοριακές μέθοδοι διάγνωσης ανιχνεύουν την παρουσία γενετικού υλικού συγκεκριμένων παθογόνων μικροοργανισμών (ιών, βακτηρίων και παρασίτων) που συνήθως προκαλούν διάρροια.

Σε σύγκριση με τις ορολογικές μεθόδους οι μοριακές πλεονεκτούν, καθώς η ανίχνευση του γενετικού υλικού του παρασίτου αποδεικνύει ενεργή μόλυνση.

Οι μοριακές μέθοδοι ιδιαίτερα στις αυτοματοποιημένες εκδοχές τους είναι κατάλληλες για παράλληλη επεξεργασία των δειγμάτων.

Αυτό συνεπάγεται την έκδοση αποτελέσματος σε μικρό χρόνο για μεγάλο αριθμό δειγμάτων.

Ανίχνευση τοξινών Α και Β του κλωστηρίδιου Clostridium Difficile

Το Clostridium Difficile ή C. Diff είναι ένα βακτήριο που προκαλεί χρόνια διάρροια.

Αυτό το βακτήριο και άλλα σαν αυτό, μπορεί υπό φυσιολογικές συνθήκες να υπάρχει στο γαστρεντερικό σωλήνα, αλλά ο πληθυσμός του αρχίζει να αυξάνεται μετά από τη λήψη μίας αντιβίωσης.

Οι μικροοργανισμοί της εντερικής χλωρίδας, λειτουργούν ως προστατευτικός φραγμός απέναντι στο C. Diff.

Ο φραγμός αυτός διαταράσσεται όταν η χλωρίδα αλλοιωθεί από παρατεταμένη λήψη αντιμικροβιακών.

O υπερπληθυσμός του C. Diff πέραν του φυσιολογικού μπορεί να προκαλέσει χρόνια διάρροια.

Μικροσκοπική εξέταση κοπράνων/ Παρασιτολογική εξέταση

Η μικροσκοπική εξέταση κοπράνων καλύπτει σε μεγάλο ποσοστό την παρασιτολογική εξέταση, δηλαδή την ανίχνευση παρασίτων στα κόπρανα.

Τα παράσιτα του εντέρου στον άνθρωπο μπορεί να είναι είτε μονοκύτταροι είτε πολυκύτταροι μικροοργανισμοί (σκώληκες) που ζουν στο λεπτό ή παχύ έντερο και χρησιμοποιούν τα κόπρανα ή το αίμα του εντερικού τοιχώματος για την τροφή τους.

Τα μονοκύτταρα παράσιτα – πρωτόζωα που προσβάλλουν το έντερο όπως η Giardia
lamblia ή duodenales (ανήκει στις αμοιβάδες) που προκαλεί λαμβλίαση, το Cryptosporidium και η Cyclospora τρέφονται από τα θρεπτικά συστατικά των κοπράνων.

Τα πρωτόζωα αυτά μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονή του λεπτού εντέρου εμποδίζοντας έτσι την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών. Η Entamoeba hystolitica ζει κυρίως στο παχύ έντερο.

Εντερικοί σκώληκες (έλμινθες) όπως οι νηματώδεις σκώληκες, ο Τριχοκέφαλος, ο τριχίουρος, Ascaris, και Trichinella, οι κεστώδεις σκώληκες (ταινίες) και οι τρηματώδεις σκώληκες, έχουν μήκος λίγα χιλιοστά έως μερικά μέτρα, τρέφονται με τα περιεχόμενα του εντερικού τοιχώματος και προκαλούν περίπου τα ίδια συμπτώματα με τα μονοκύτταρα παράσιτα.

Οι περισσότεροι σκώληκες είναι ορατοί με γυμνό μάτι. Τα αυγά τους όμως εντοπίζονται κατά τη μικροσκόπηση.

Η είσοδος των παρασίτων στον οργανισμό γίνεται συνήθως με τη λήψη νερού ή τροφής
μολυσμένων με παράσιτα, κυρίως λόγω της επιμόλυνσης τους από κόπρανα ανθρώπων ή ζώων.

Μικροσκοπική εξέταση για παρουσία ερυθρών αιμοσφαιρίων

Αυτή η εξέταση αναζητά ερυθρά αιμοσφαίρια στα κόπρανα τα οποία δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού.

Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα εάν το κόκκινο χρώμα στα κόπρανα οφείλεται στην παρουσία αίματος ή σε κατανάλωση τροφής που φυσιολογικά χρωματίζει την κένωση όπως τα παντζάρια.

Μικροσκοπική εξέταση για ανεύρεση λίπους

Αύξηση του λίπους στα κόπρανα (στεατόρροια) παρατηρείται σε όλες τις καταστάσεις όπου διαταράσσεται η απορρόφηση των λιπών όπως παγκρεατίτιδα, αποφρακτικός ίκτερος, απόφραξη παγκρεατικού πόρου.

Εάν περισσότερο του 50% του ολικού λίπους των κοπράνων είναι ουδέτερο λίπος, είναι πιθανή η νόσος του παγκρέατος.

Αν περισσότερο του 70% του ολικού λίπους των κοπράνων αποτελείται από ελεύθερα λιπαρά οξέα και σάπωνες σημαίνει ότι δεν έγινε καλή απορρόφηση του λίπους λόγω έλλειψης χολής.

Εξετάσεις αντιγόνων

Η εξέταση με τη μέθοδο της Ανοσοχρωματογραφίας διενεργείται για την ανίχνευση αντιγόνων ειδικών για αδενοϊούς, ροταϊούς (σε παιδιά) και νοροϊούς σε περιπτώσεις κλινικών ενδείξεων γαστρεντερίτιδας ιογενούς αιτιολογίας.

Η διάγνωση παρασιτικών λοιμώξεων από Giardia lamblia, Cryptosporidium parvum και  Entamoeba Histolytica γίνεται επίσης με την μέθοδο της ανασοχρωματογραφίας με την ανίχνευση των αντιγόνων των παρασίτων αυτών.

Παγκρεατική Ελαστάση Κοπράνων

Η εξέταση αυτή διενεργείται για τη διάγνωση ή όχι της ανεπάρκειας της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος σε περίπτωση ανεξήγητης διάρροιας, δυσκοιλιότητας, στεατόρροιας (παρουσία λίπους στα κόπρανα), μετεωρισμού, απώλειας βάρους, πόνου στο άνω τμήμα της κοιλιάς και τροφικής δυσανεξίας.

Εξέταση θρυψίνης/ χυμοθρυψίνης κοπράνων

Είναι μία εξέταση που μετρά την ποσότητα της χυμοθρυψίνης και της θρυψίνης σε ένα δείγμα κοπράνων.

Η χυμοθρυψίνη και η θρυψίνη είναι ένζυμα που απελευθερώνονται από το πάγκρεας κατά την πέψη.

Εάν απελευθερώνονται χαμηλότερες ποσότητες από το φυσιολογικό, αυτό σημαίνει ότι το πάγκρεας δεν παράγει επαρκείς ποσότητες των ενζύμων για την πέψη των τροφών.

Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως παγκρεατική ανεπάρκεια.

Η παγκρεατική ανεπάρκεια συχνά προκαλείται από χρόνια παγκρεατίτιδα (φλεγμονή του παγκρέατος).

Μπορεί επίσης να προκληθεί από κυστική ίνωση, μία γενετική διαταραχή που προκαλεί τη συσσώρευση βλέννας στους πνεύμονες και σε άλλα όργανα, συμπεριλαμβανομένου του παγκρέατος.

Τα άτομα με κυστική ίνωση δεν μπορούν να απορροφήσουν θρεπτικά συστατικά από τις τροφές.

Εξετάσεις αίματος

Μπορεί να ζητηθούν συγκεκριμένες εξετάσεις αίματος για την ανίχνευση αντισωμάτων για συγκεκριμένα παράσιτα, αντισωμάτων που ανευρίσκονται στην περίπτωση της κοιλιοκάκης και αντισωμάτων έναντι μυκήτων.

Απεικονιστικές μέθοδοι

Τις περισσότερες φορές η αιτία της διάρροιας μπορεί να εντοπιστεί δίχως τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων.

Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η διάγνωση μπορεί να απαιτεί κάποια απεικονιστική μέθοδο όπως ενδοσκόπηση, κολονοσκόπηση ή σιγμοειδοσκόπηση.

Κατά αυτές τις διαδικασίες, εισάγεται ένας λεπτός σωλήνας με μία κάμερα στο γαστρεντερικό σωλήνα.

Συνήθως απαιτείται νάρκωση και η πραγματοποίηση της εξέτασης γίνεται στο νοσοκομείο από έναν γαστρεντερολόγο.

Ο γιατρός δίνει τις οδηγίες προετοιμασίας στον εξεταζόμενο ο οποίος μετά το πέρας της εξέτασης, χρειάζεται συνοδό για να επιστρέψει στο σπίτι του.

Διαφορική Διάγνωση

Σε περιπτώσεις οξείας διάρροιας ο γιατρός πραγματοποιεί διαφορική διάγνωση μεταξύ  διαφόρων αιτιών συμπεριλαμβανομένης της τροφικής δηλητηρίασης, της λοίμωξης από βακτήρια, ιούς ή παράσιτα και της λήψης φαρμάκων.

Κάποιες από τις αιτίες αυτές απαιτούν άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση με αντιβίωση ή αντιπαρασιτική αγωγή.

Άλλες αιτίες απαιτούν απλά τον αποκλεισμό του γενεσιουργού αιτίου αλλά ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η αφυδάτωση και άλλες επιπλοκές.

Η χρόνια διάρροια μπορεί να απαιτήσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προκειμένου να διαγνωστεί.

Μπορεί να οφείλεται σε αλλεργία σε συγκεκριμένες τροφές ή σε δυσανεξίες (για παράδειγμα λακτόζης ή φρουκτόζης), σε κοιλιοκάκη (ένα αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή φλεγμονώδη αντίδραση στη γλουτένη σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα), σε σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, σε φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, σε σύνδρομα δυσαπορρόφησης, σε χρόνια παγκρεατίτιδα και άλλα.

Η κατηγοριοποίηση της χρόνιας διάρροιας σε λιπαρή, φλεγμονώδη ή υδαρή μπορεί να οδηγήσει το θεράποντα γιατρό στο σωστό δρόμο για την καίρια διάγνωση.

Εν κατακλείδι

Η διάρροια είναι σημάδι ότι κάτι έχει αναστατώσει το πεπτικό μας σύστημα.

Ενώ συνήθως αποδράμει μέσα σε μία-δύο ημέρες, μπορεί ωστόσο να έχει σοβαρές επιπλοκές όπως αφυδάτωση και υποσιτισμό εφόσον επιμένει.

Αν τα συμπτώματα της διάρροιας είναι οξεία και σοβαρά, ή αν ο ασθενής έχει χρόνια διάρροια, πρέπει οπωσδήποτε να απευθυνθεί σε ειδικό γιατρό.

Μοιραστείτε το Άρθρο