Ουρολοίμωξη: Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τις ουρολοιμώξεις

Μία ουρολοίμωξη (λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος) είναι μία λοίμωξη από μικρόβια δηλαδή από μικροοργανισμούς που είναι πολύ μικροί για να τους διακρίνουμε με γυμνό μάτι και είναι ορατοί μόνο με μικροσκόπιο.

Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις προκαλούνται από βακτήρια αλλά υπάρχουν και ορισμένες που προκαλούνται από μύκητες και σε σπάνιες περιπτώσεις από ιούς.

Οι ουρολοιμώξεις είναι από τις πιο συνηθισμένες λοιμώξεις στον ανθρώπινο οργανισμό.

Το ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπου ή πιο απλά η ουροφόρος οδός αποτελείται από:

  • Τους νεφρούς
  • Τους ουρητήρες
  • Την ουροδόχο κύστη
  • Την ουρήθρα

Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις αφορούν την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη στο κατώτερο ουροποιητικό σύστημα.

Οι ουρολοιμώξεις ωστόσο μπορούν να αφορούν και τους ουρητήρες και τους νεφρούς στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα.

Αν και οι ουρολοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού δεν είναι τόσο συχνές όσο του κατώτερου, συνήθως είναι πιο σοβαρές.

Συμπτώματα Ουρολοίμωξης

Τα συμπτώματα της ουρολοίμωξης εξαρτώνται από το σημείο της ουροφόρου οδού που έχει προσβληθεί από τη λοίμωξη.

Συμπτώματα ουρολοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.

Οι ουρολοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος επηρεάζουν την ουρήθρα και την ουροδόχο κύστη.

Μεταξύ των συμπτωμάτων της ουρολοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού διακρίνουμε τα εξής:

  • Κάψιμο ή τσούξιμο κατά την ούρηση
  • Αυξημένη συχνότητα ούρησης (πηγαίνουμε στην τουαλέτα πολλές φορές) χωρίς μεγάλη ποσότητα
  • Επείγουσα ανάγκη για ούρηση
  • Αίμα στα ούρα
  • Θολά ούρα
  • Ούρα που έχουν το χρώμα της κόκα κόλα ή του τσαγιού
  • Ούρα που έχουν ισχυρή οσμή και είναι δυσώδη
  • Πόνος στην περιοχή της πυέλου (λεκάνη) στις γυναίκες
  • Πόνος στην περιοχή του πρωκτού στους άνδρες

Συμπτώματα ουρολοίμωξης του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος

Οι ουρολοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος επηρεάζουν τους νεφρούς.  Αυτές μπορεί να είναι δυνητικά απειλητικές για τη ζωή εάν τα βακτήρια μετακινηθούν από τον μολυσμένο νεφρό στο αίμα.

Αυτή η κατάσταση, που ονομάζεται ουροσήψη, μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνα χαμηλή αρτηριακή πίεση, σοκ και θάνατο.

Στα συμπτώματα της ουρολοίμωξης του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος βρίσκουμε τα εξής:

  • πόνο και ευαισθησία στην άνω μοίρα της πλάτης και τις πλευρές
  • ρίγη
  • πυρετό
  • ναυτία
  • έμετο

Συμπτώματα ουρολοίμωξης στους άνδρες

Τα συμπτώματα μιας λοίμωξης του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος στους άνδρες είναι παρόμοια με αυτά των γυναικών.

Ωστόσο, οι άνδρες με ουρολοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού μπορεί μερικές φορές να παρουσιάσουν επίσης πόνο στο ορθό.

Συμπτώματα ουρολοίμωξης στις γυναίκες

Οι γυναίκες με ουρολοίμωξη του κατώτερου ουροποιητικού μπορούν να εμφανίσουν πόνο στην περιοχή της πυέλου (λεκάνης).

Αυτό είναι ένα επιπλέον σύμπτωμα που προστίθεται στα υπόλοιπα κοινά συμπτώματα της ουρολοίμωξης.

Αιτίες και παράγοντες κινδύνου της ουρολοίμωξης

Οτιδήποτε μειώνει την εκκένωση της ουροδόχου κύστης ή ερεθίζει το ουροποιητικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε ουρολοίμωξη.

Υπάρχουν επίσης πολλοί παράγοντες που μπορούν να θέσουν τον άνθρωπο σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ουρολοίμωξης.

Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τα εξής:

  • ηλικία (Οι ηλικιωμένοι ενήλικες  είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν ουρολοίμωξη)
  • μειωμένη κινητικότητα μετά από χειρουργική επέμβαση ή παρατεταμένη ανάπαυση στο κρεβάτι
  • πέτρες στα νεφρά
  • προηγούμενα επεισόδια ουρολοιμώξεων
  • εμπόδια στη φυσιολογική ροή των ούρων ή απόφραξη του ουροποιητικού συστήματος, όπως:
  1. διογκωμένος προστάτης (π.χ. υπερτροφία προστάτη)
  2. πέτρες στους νεφρούς
  3. ορισμένες μορφές καρκίνου
  • παρατεταμένη χρήση ουροκαθετήρων, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει την είσοδο βακτηρίων στην ουροδόχο κύστη των ασθενών
  • διαβήτης
  • εγκυμοσύνη
  • δυσπλασίες σε όργανα του ουροποιητικού συστήματος
  • εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα

Πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης ουρολοίμωξης για τους άνδρες

Οι περισσότεροι παράγοντες κινδύνου εμφάνισης ουρολοίμωξης στους άνδρες είναι οι ίδιοι με εκείνους για τις γυναίκες.

Ωστόσο, ο διογκωμένος προστάτης μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων.

Πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης ουρολοίμωξης για τις γυναίκες

Παρά το γεγονός ότι παλιότερα θεωρούσαν πως το σκούπισμα μετά την αφόδευση από την περιοχή του πρωκτού προς τα εξωτερικά γεννητικά όργανα της γυναίκας αύξανε τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων στις γυναίκες, παλιότερες έρευνες έδειξαν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες κινδύνου μοναδικοί που αφορούν αποκλειστικά τις γυναίκες λόγω της γυναικείας ανατομίας.

Κοντύτερη ουρήθρα

Στο γυναικείο σώμα, η ουρήθρα είναι πολύ κοντά τόσο στον κόλπο και στο αιδίο όσο και στον πρωκτό.

Αυτό αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης ουρολοίμωξης. Βακτήρια που μπορεί φυσιολογικά να υπάρχουν γύρω από το αιδοίο και τον πρωκτό μπορούν να οδηγήσουν σε λοίμωξη στην ουρήθρα και στο υπόλοιπο ουροποιητικό σύστημα.

Η ουρήθρα στις γυναίκες είναι επίσης βραχύτερη και τα βακτήρια έχουν μικρότερη απόσταση να διανύσουν για να εισέλθουν στην ουροδόχο κύστη.

Σεξουαλική πράξη

Η πίεση στο γυναικείο ουροποιητικό σύστημα κατά τη διάρκεια του διεισδυτικού σεξ  μπορεί να μεταφέρει βακτήρια από τον πρωκτό στην ουροδόχο κύστη.

Το στοματικό σεξ μπορεί επίσης να εισάγει βακτήρια στην ουρήθρα, αυξάνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης.

Το κατούρημα μετά το σεξ μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου μόλυνσης.

Σπερματοκτόνα

Η χρήση ορισμένων αντισυλληπτικών σπερματοκτόνων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ουρολοιμώξεων στις γυναίκες καθώς μεταβάλλεται ο φυσιολογικός μικροβιακός πληθυσμός στον κόλπο.

Χρήση προφυλακτικού κατά τη διάρκεια του σεξ

Τα μη λιπασμένα προφυλακτικά από λάτεξ μπορεί να αυξήσουν την τριβή και να ερεθίσουν το δέρμα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.

Αυτό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ουρολοίμωξης.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη χρήση προφυλακτικών. Είναι σημαντικά για τη μείωση της εξάπλωσης των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ) και την πρόληψη της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.

Για να αποφύγει κανείς την τριβή και τον ερεθισμό του δέρματος από τα προφυλακτικά, πρέπει να φροντίσει να χρησιμοποιεί αρκετό λιπαντικό με βάση το νερό κατά τη διάρκεια του σεξ.

Καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση προφυλακτικών που έχουν επικαλυφθεί με σπερματοκτόνο.

Διαφράγματα

Τα διαφράγματα μπορεί να ασκήσουν πίεση στην ουρήθρα. Αυτό μπορεί να μειώσει την εκκένωση της ουροδόχου κύστης, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης βακτηρίων και λοίμωξης.

Μείωση των επιπέδων οιστρογόνων

Μετά την εμμηνόπαυση, η μείωση του επιπέδου των οιστρογόνων αλλάζει τα φυσιολογικά βακτήρια στον κόλπο της γυναίκας.

Αυτό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο προβολής από ουρολοίμωξη.

Διάγνωση ουρολοίμωξης

Εάν κανείς υποπτεύεται ότι έχει ουρολοίμωξη με βάση τα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν, πρέπει να επικοινωνήσει με το γιατρό του ή έναν ειδικό.

Ο γιατρός θα εξετάσει προσεκτικά τα συμπτώματα και θα διενεργήσει μία πλήρη κλινική εξέταση.

Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της ουρολοίμωξης, ο γιατρός θα πρέπει να εξετάσει τα ούρα τους ασθενούς για μικρόβια.

Το δείγμα ούρων πρέπει να είναι ένα «καθαρό» δείγμα. Αυτό σημαίνει ότι το δείγμα ούρων συλλέγεται στη μέση της ούρησης και όχι στην αρχή.

Αυτό βοηθά στην αποφυγή συλλογής βακτηρίων ή μυκήτων από το δέρμα του εξεταζόμενου, τα οποία μπορούν να επιμολύνουν το δείγμα.

Κατά την εξέταση του δείγματος εξετάζεται η ύπαρξη υψηλού αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων στα ούρα. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι ενδεικτικό λοίμωξης.

Ο γιατρός θα διενεργήσει και μία καλλιέργεια ούρων. Η αναγνώριση παθογόνων μικροοργανισμών στα ούρα και ο ποσοτικός προσδιορισμός τους αποτελεί τη βασικότερη διαγνωστική μέθοδο των ουρολοιμώξεων.

Η συλλογή ούρων προς καλλιέργεια πρέπει να γίνεται σε αποστειρωμένους συλλέκτες και να αποστέλλονται αμέσως στο εργαστήριο.

Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, τα ούρα μπορούν να παραμείνουν σε ψυγείο μέχρι και 24 ώρες.

Το εργαστήριο, επίσης, πρέπει να ενημερώνεται στην περίπτωση που ο ασθενής λαμβάνει αντιβιοτικά φάρμακα.

Εφόσον ο γιατρός υποπτεύεται την ύπαρξη ιογενούς ουρολοίμωξης θα χρειαστούν επιπλέον ειδικές εξετάσεις.

Οι ιογενείς ουρολοιμώξεις είναι σχετικά σπάνιες και μπορούν να βρεθούν σε ασθενείς μετά από μεταμοσχεύσεις οργάνων και γενικότερα σε ασθενείς με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα.

Ουρολοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος

Εφόσον υπάρχει η υποψία ουρολοίμωξης του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος, μπορεί να ζητηθεί μία γενική εξέταση αίματος καθώς και καλλιέργεια αίματος.

Η καλλιέργεια αίματος μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η λοίμωξη δεν έχει επεκταθεί στην κυκλοφορία του αίματος.

Χρόνιες ουρολοιμώξεις

Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις υποχωρούν και αποδράμουν μετά από θεραπεία. Ορισμένοι άνθρωποι ωστόσο εμφανίζουν χρόνιες ουρολοιμώξεις.

Οι χρόνιες ουρολοιμώξεις είτε δεν υποχωρούν μετά από τη θεραπεία είτε επανεμφανίζονται.

Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις είναι πιο συνηθισμένες στις γυναίκες.

Εφόσον τίθεται η διάγνωση χρόνιας ουρολοίμωξης ο ασθενής πρέπει να εξετασθεί για δυσπλασίες ή εμπόδια στην ουροφόρα οδό.

Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες χαρακτηριστικές εξετάσεις που διενεργούνται σε τέτοιες περιπτώσεις:

1.Υπερηχογράφημα: Θεωρείται ίσως η σημαντικότερη μέθοδος για την απεικόνιση των νεφρών, καθώς έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μη επεμβατική, η διενέργειά της είναι εύκολη και γρήγορη, ενώ ο ασθενής δεν εκτίθεται σε κανενός είδους ακτινοβολία.

Το υπερηχογράφημα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο, όσον αφορά την αναγνώριση νεφρολιθίασης, υδρονέφρωσης, πυονέφρωσης και περινεφρικού αποστήματος.

Επιπλέον, είναι δυνατή και η μέτρηση του υπολείμματος ούρων μετά από ούρηση.

Το βασικό μειονέκτημα του υπερηχογραφήματος είναι ότι η διαγνωστική του ακρίβεια έγκειται στην εμπειρία του εξεταστή

2. Ενδοφλέβια πυελογραφία: Θεωρείται εξέταση ρουτίνας σε περιπτώσεις επιπλεγμένων ουρολοιμώξεων.

Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης και της έκτασης στις περιπτώσεις αποφρακτικής ουροπάθειας.

Εντούτοις δεν θεωρείται εξέταση εκλογής για την εκτίμηση καταστάσεων, όπως η πυονέφρωση και το νεφρικό απόστημα.

3. Κυστεοσκόπηση: Η κυστεοσκόπηση είναι μια διαγνωστική εξέταση κατά την οποία ο ουρολόγος μέσω ενός ειδικού ενδοσκοπικού εργαλείου, το κυστεοσκόπιο, μπορεί να δει τον εσωτερικό της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης.

Η κυστεοσκόπηση μπορεί να είναι και επεμβατική. Οι πιο συχνές επεμβατικές ιατρικές πράξεις που γίνονται με κυστεοσκόπηση είναι:

  • Λήψη βιοψιών από βλάβες της κύστης
  • Αφαίρεση λίθων από το ουροποιητικό
  • Αφαίρεση ξένων σωμάτων
  • Τοποθέτηση ειδικών καθετήρων (stents) στον ουρητήρα οι οποίοι βοηθούν την ροή των ούρων από τον νεφρό σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο εμπόδιο.
  • Αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η αιμορραγία της ουροδόχου κύστης.

4. Αξονική και μαγνητική τομογραφία: Και οι δύο αυτές μέθοδοι προσφέρουν την πιο λεπτομερή απεικόνιση της ανατομίας του ουροποιογεννητικού συστήματος.

Έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία από την ενδοφλέβια πυελογραφία και το υπερηχογράφημα, όσον αφορά τη διάγνωση της εστιακής βακτηριακής νεφρίτιδας, του νεφρικού και περινεφρικού αποστήματος και της λιθίασης.

Επίσης, με τη βοήθεια του αξονικού τομογράφου είναι δυνατή η διαδερμική παροχέτευση περι- και παρα- νεφρικών αποστημάτων.

Οι ουρολοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης

Η γυναίκα που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της θα εμφανίσει συμπτώματα ουρολοίμωξης θα πρέπει άμεσα να επισκεφθεί το γιατρό της.

Οι ουρολοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορούν να προκαλέσουν υψηλή αρτηριακή πίεση και πρόωρο τοκετό.

Οι ουρολοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι επίσης πιο πιθανό να επηρεάσουν τους νεφρούς.

Θεραπεία ουρολοίμωξης

Η θεραπεία της ουρολοίμωξης εξαρτάται από το αν είναι:

  • Βακτηριακή (το πιο σύνηθες)
  • Ιογενής
  • Μυκητιασική

Ο θεράπων γιατρός θα είναι σε θέση να αποφανθεί για το είδος της ουρολοίμωξης όταν μελετήσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων του ασθενή.

Οι βακτηριακές ουρολοιμώξεις αντιμετωπίζονται με αντιβιοτικά.

Οι ιογενείς ουρολοιμώξεις αντιμετωπίζονται με φάρμακα που ονομάζονται αντιικά.

Συχνά το αντιικό φάρμακο σιδοφοβίρη είναι το φάρμακο εκλογής για τις ιογενείς ουρολοιμώξεις.

Οι ουρολοιμώξεις που οφείλονται σε μύκητες αντιμετωπίζονται με φάρμακα που ονομάζονται αντιμυκητιασικά.

Αντιβίωση για την ουρολοίμωξη

Το είδος του αντιβιοτικού που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μιας βακτηριακής ουρολοίμωξης εξαρτάται από το τμήμα της ουροφόρου οδού που έχει προσβληθεί από το μολυσματικό παράγοντα.

Οι ουρολοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος συνήθως αντιμετωπίζονται με αντιβιοτικά που λαμβάνονται από το στόμα.

Αντίθετα, οι ουρολοιμώξεις του ανώτερου ουροποιητικού απαιτούν ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών που εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος.

Μερικές φορές, τα βακτήρια αναπτύσσουν αντοχή στα αντιβιοτικά.

Για να μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης αντοχής στα αντιβιοτικά, ο γιατρός πιθανότατα θα βάλει στον ασθενή το συντομότερο δυνατό θεραπευτικό σχήμα.

Η θεραπεία συνήθως δεν διαρκεί περισσότερο από μία εβδομάδα.

Τυπικά χορηγούνται τριμεθοπρίμη- σουλφομεθοξαζόλη, νιτροφουραντοΐνη, σιπροφλοξασίνη ή λεβοφλοξασίνη.

Τα δύο τελευταία που ανήκουν στην κατηγορία των κινολονών δεν πρέπει να δίνονται σε εγκύους ή σε γυναίκες που θηλάζουν.

Οι κινολόνες θα προτιμηθούν σε σχέση με το συνδυασμό τριμεθοπρίμης- σουλφομεθοξαζόλης αν υπάρχει γνωστή αλλεργία στις σουλφοναμίδες, σε γνωστό ανθεκτικό μικρόβιο ή σε κοινότητες όπου παρατηρούνται ανθεκτικά στον παραπάνω συνδυασμό στελέχη μικροβίων.

Η νιτροφουραντοΐνη συνήθως δεν χορηγείται σε άνδρες, γιατί δεν επιτυγχάνει καλές συγκεντρώσεις στον προστάτη που μπορεί και αυτός να έχει προσβληθεί, ενώ χορηγείται όπως και οι β-λακτάμες για 7 και όχι για 3 ημέρες.

Τα αποτελέσματα από την καλλιέργεια των ούρων μπορούν να βοηθήσουν το γιατρό να επιλέξει μια αντιβίωση που θα λειτουργήσει καλύτερα ενάντια στον τύπο των βακτηρίων που προκαλούν τη ουρολοίμωξη.

Πλέον εξετάζονται και θεραπευτικές επιλογές εναντίον των βακτηριακών ουρολοιμώξεων δίχως τη χρήση αντιβιοτικών αλλά με τη χρήση της κυτταροχημείας προκειμένου να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αλληλοεπιδρούν τα λοιμογόνα βακτήρια με το ανθρώπινο σώμα.

Εμπειρικές θεραπείες για την ουρολοίμωξη

Δεν  υπάρχουν εμπειρικές θεραπείες και γιατροσόφια που να θεραπεύουν την ουρολοίμοξη, αλλά υπάρχουν κινήσεις που μπορούν να γίνουν και οι οποίες θα υποβοηθήσουν τη φαρμακευτική θεραπεία να είναι πιο αποτελεσματική.

Τέτοιες εμπειρικές θεραπείες για την ουρολοίμωξη, όπως η κατανάλωση μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού και η συχνή ούρηση, μπορούν να βοηθήσουν το σώμα να απαλλαχθεί γρηγορότερα από τη λοίμωξη.

Κράνμπερυ

Ο χυμός από κράνμπερυ ή ο ίδιος ο καρπός δε θεραπεύουν την ουρολοίμωξη αφότου αυτή έχει εγκατασταθεί, ένα χημικό συστατικό του ωστόσο, μπορεί να βοηθήσει στην άμυνα από συγκεκριμένα βακτήρια που μπορούν να προκαλέσουν βακτηριακή ουρολοίμωξη.

Παραμελημένες ουρολοιμώξεις

Είναι σημαντικό να αντιμετωπίσει κανείς μία ουρολοίμωξη, όσο το νωρίτερο, τόσο καλύτερα. Οι παραμελημένες ουρολοιμώξεις γίνονται όλο και πιο σοβαρές και επείγουσες όσο περισσότερο εξαπλώνονται.

Συνήθως ευκολότερα αντιμετωπίζονται οι ουρολοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος.

Μία λοίμωξη που μεταδίδεται στο ανώτερο ουροποιητικό είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί και είναι πιθανό να εξαπλωθεί στην κυκλοφορία του αίματος προκαλώντας σήψη.

Η σήψη είναι μία κατάσταση πολύ επικίνδυνη για τη ζωή. Όταν ο ασθενής βρίσκεται σε βαριά σήψη και έχει χαμηλή πίεση και αιμοδυναμική αστάθεια η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί με τη χρήση ενδοφλέβιων υγρών και φαρμάκων, τότε λέμε ότι βρίσκεται σε σηπτικό σοκ.

Στις πιο βαριές περιπτώσεις διάφορα όργανα όπως τα νεφρά και το συκώτι παύουν να λειτουργούν με αποτέλεσμα ο ασθενής να μην βγάζει ουρά και να γεμίζει ο οργανισμός με τοξικά προϊόντα του μεταβολισμού.

Σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος θανάτου είναι πολύ υψηλός.

Πρόληψη των ουρολοιμώξεων

Ο καθένας μπορεί να ακολουθήσει κάποια απλά βήματα που θα τον βοηθήσουν να αποτρέψει πιθανές ουρολοιμώξεις:

  • Πίνετε έξι έως οκτώ ποτήρια νερό καθημερινά.
  • Μην κρατάτε τα ούρα για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
  • Συζητήστε με το γιατρό σας για τη διαχείριση οποιασδήποτε ακράτειας ούρων ή δυσκολίες στην πλήρη εκκένωση της ουροδόχου κύστης σας.

Οι γυναίκες έχουν 30 φορές περισσότερες πιθανότητες να προσβληθούν από ουρολοίμωξη σε σχέση με τους άντρες.

Υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να προλάβουν την ουρολοίμωξη.

Στις γυναίκες η ανατομία της γεννητικής περιοχής είναι τέτοια που η ουρήθρα και ο πρωκτός είναι πολύ κοντά.

Επίσης η ουρήθρα στη γυναίκα είναι περίπου 4 εκατοστά, αρκετά μικρότερη από τον άνδρα.

Οι  γυναίκες μετά την ούρηση αλλά και μετά την αφόδευση πρέπει να σκουπίζονται από εμπρός προς τα πίσω για να μην μεταφέρονται μικρόβια στην ουρήθρα από τη περιοχή του πρωκτού.

Σημαντικό είναι να γίνεται καλό και επιμελές πλύσιμο των χεριών πριν την τουαλέτα και να μην γίνεται καθαρισμός της περιοχής με το ίδιο χαρτί υγείας δεύτερη φορά.

Να προτιμάται το ντους από το μπάνιο σε γεμάτη μπανιέρα, διότι το νερό στη μπανιέρα θα περιέχει μικρόβια του δέρματος.

Να αποφεύγονται τα στενά εφαρμοστά παντελόνια, κολάν, καλσόν διότι πιέζουν τις δερματικές πτυχές που περιβάλλουν τον κόλπο και ενδέχεται να εισάγουν μικρόβια στην ουρήθρα.

Το βρεγμένο μαγιό δε πρέπει να μένει πολλή ώρα διότι η υγρασία με την αυξημένη θερμοκρασία δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για την είσοδο μικροβίων.

Συμπέρασμα

Οι ουρολοιμώξεις είναι αποτελούν σχετικά συνηθισμένες καταστάσεις.

Μπορεί να αφορούν λοίμωξη στην ουροδόχο κύστη, στην ουρήθρα, στους ουρητήρες ή στους νεφρούς.

Η πιο συχνή αιτία είναι τα βακτήρια, αλλά οι ουρολοιμώξεις μπορεί να προκληθούν και από ιούς ή μύκητες.

Η υποψία ουρολοίμωξης πρέπει να οδηγεί τον ασθενή στο γιατρό διότι η παραμελημένη ουρολοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σημαντικές και σοβαρές επιπλοκές.

Leave a Comment

Share to...