Η έλλειψη επαρκούς ύπνου συνδέεται με ασθένειες και η Αϋπνία με την Κατάθλιψη

Τα άτομα μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας που κοιμούνται 5 ώρες ή λιγότερο τη νύχτα μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για μια σειρά από σοβαρές και χρόνιες παθήσεις της υγείας τους, από καρδιακές παθήσεις έως καρκίνο, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μελέτης.

Οι ερευνητές του University College του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Université Paris Cité στη Γαλλία διαπίστωσαν ότι, αρχής γενομένης από την ηλικία των 50 ετών, όσοι κοιμόντουσαν 5 ή λιγότερες ώρες τη νύχτα είχαν 30% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων χρόνιων παθήσεων με την πάροδο του χρόνου σε σχέση με όσους κοιμόντουσαν τουλάχιστον 7 ώρες τη νύχτα. Μέχρι τη χρονική στιγμή που οι συμμετέχοντες ήταν 70 ετών, ο κίνδυνος αυτός είχε αυξηθεί στο 40%.

Οι ασθένειες για τις οποίες παρατηρήθηκε υψηλότερος κίνδυνος ήταν ο διαβήτης, ο καρκίνος, η στεφανιαία νόσος, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η καρδιακή ανεπάρκεια, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η χρόνια νεφρική νόσος, η ηπατική νόσος, η κατάθλιψη, η άνοια, η νόσος του Πάρκινσον και η αρθρίτιδα.

Είναι σημαντικό να φροντίζουμε τον ύπνο μας“, δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Séverine Sabia, PhD, . Η Sabia είναι ερευνήτρια και επιδημιολόγος στο Université Paris Cité και στο INSERM στο Παρίσι, Γαλλία, και στο University College του Λονδίνου.

Eίναι απαραίτητο να αντιμετωπιστεί η πηγή του προβλήματος ύπνου, αλλά σε περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει ιατρικός λόγος για την έλλειψη ύπνου, οι υγιεινές συνήθειες σχετικά με τον ύπνο είναι επιβεβλημένες.

Αυτές αφορούν την τήρηση ενός σταθερού προγράμματος ύπνου, έναν υγιεινό τρόπο ζωής – σωματική δραστηριότητα και έκθεση στο φως κατά τη διάρκεια της ημέρας και ένα ελαφρύ δείπνο – και την αποφυγή των οθονών για μισή ώρα πριν από τον ύπνο.

Κίνδυνος πολυάριθμων χρόνιων ασθενειών

Προηγούμενες έρευνες δείχνουν ότι ο ύπνος για 5 ώρες ή λιγότερο ή 9 ώρες ή περισσότερο σχετίζεται με τον καρκίνο και τις καρδιαγγειακές παθήσεις.

Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, η Sabia και η ομάδα της ζήτησαν από σχεδόν 8.000 δημόσιους υπαλλήλους στο Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο της μελέτης κοόρτης Whitehall II να αναφέρουν την διάρκεια του ύπνου τους ξεκινώντας από την ηλικία των 50 ετών κάθε 4 έως 5 χρόνια για τα επόμενα 25 χρόνια.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη δεν έπασχαν από χρόνιες ασθένειες στην ηλικία των 50 ετών και ήταν κυρίως άνδρες (67,5%) και λευκοί (90%).

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στην ηλικία των 50 ετών, όσοι κοιμόντουσαν 5 ώρες ή λιγότερο είχαν 30% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με πολλαπλές χρόνιες ασθένειες με την πάροδο του χρόνου, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που κοιμόντουσαν 7 ώρες.

Στην ηλικία των 60 ετών, όσοι κοιμόντουσαν 5 ώρες ή λιγότερο είχαν 32% μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν περισσότερες από μία χρόνιες ασθένειες , και στην ηλικία των 70 ετών, ο κίνδυνος αυτός αυξήθηκε στο 40% σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που κοιμόντουσαν 7 ώρες τη νύχτα.

Για τους συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν 9 ή περισσότερες ώρες τη νύχτα, μόνο όσοι ήταν ηλικίας 60 και 70 ετών διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης περισσότερων από μία χρόνιων ασθενειών.

Η Sabia σημείωσε ότι προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι όσοι κοιμόντουσαν λιγότερο από 5 ώρες τη νύχτα είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη, υπέρταση, καρδιαγγειακά νοσήματα ή άνοια.

“Ωστόσο, οι χρόνιες ασθένειες συχνά συνυπάρχουν, ιδίως σε μεγαλύτερες ηλικίες, και παραμένει ασαφής ο τρόπος με τον οποίο η διάρκεια του ύπνου μπορεί να σχετίζεται με τον κίνδυνο πολυνοσηρότητας“, δήλωσε η ίδια.

“Ο ύπνος είναι σημαντικός για τη ρύθμιση πολλών λειτουργιών του οργανισμού, όπως η μεταβολική, ενδοκρινική και φλεγμονώδης λειτουργία κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι οποίες με τη σειρά τους, όταν απορρυθμίζονται, μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου εμφάνισης πολλών χρόνιων παθήσεων”.

Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν αρκετούς περιορισμούς της μελέτης, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα δεδομένα ελήφθησαν μέσω αυτοαναφορών των συμμετεχόντων. Επιπλέον, οι ερευνητές σημειώνουν ότι ο πληθυσμός της μελέτης των βρετανών δημοσίων υπαλλήλων έτεινε να είναι πιο υγιής από τον γενικό πληθυσμό.

Πολλοί ειδικοί θέτουν επίσης το ζήτημα της ποιότητας του ύπνου.

“Το να κοιμάται κάποιος 5 ώρες ύπνου υψηλής ποιότητας είναι λιγότερο ανησυχητικό από το να κοιμάται 8 ώρες ύπνου απαράδεκτης ποιότητας, λόγω της μη θεραπευμένης υπνικής άπνοιας, για παράδειγμα”.

Επιπλέον, επισημαίνουν ότι τα χρόνια προβλήματα υγείας μπορούν να διαταράξουν τον ύπνο.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την τρέχουσα βιβλιογραφία και υποστηρίζεται από την παρούσα μελέτη είναι ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετικά με την ποιότητα του ύπνου τους, τη σύντομη διάρκεια ή τις σχετικές επιπτώσεις στη λειτουργικότητά τους κατά τη διάρκεια της ημέρας θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουν με τον θεράποντα ιατρό τους για να εκτιμήσουν την υποκείμενη αιτία.

Όσοι κοιμούνται κάτω από 5 ώρες χωρίς παράπονα θα πρέπει να εξετάσουν αν οι 5 ώρες αντιπροσωπεύουν πραγματικά την ποσότητα ύπνου που χρειάζονται για να ξυπνήσουν ξεκούραστοι και να λειτουργήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εάν η απάντηση είναι αρνητική, θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην εξασφάλιση περισσότερου ύπνου.

Η αϋπνία συχνά συμβαδίζει με την κατάθλιψη στους ηλικιωμένους ενήλικες

Καθώς οι άνθρωποι γερνούν, τα συμπτώματα της αϋπνίας συχνά αρχίζουν να εμφανίζονται. Μπορεί να στριφογυρίζουν για ώρες, προσπαθώντας να κοιμηθούν ή να παραμείνουν κοιμισμένοι.

Οι συχνές νυχτερινές και πρωινές αφυπνίσεις είναι πολύ συχνές στους ηλικιωμένους. Αυτό, με τη σειρά του, συμβάλλει σε υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης, κοινωνικής απομόνωσης και προβλημάτων σωματικής υγείας.

Ο συνδυασμός αϋπνίας και κατάθλιψης μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικός για την ποιότητα ζωής ενός ηλικιωμένου ενήλικα.

“Ο κακός ύπνος μπορεί να οδηγήσει σε κακή λειτουργία κατά τη διάρκεια της ημέρας, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων μνήμης, της ευερεθιστότητας και της υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας”, δήλωσε ο Douglas Kirsch, MD, ιατρικός διευθυντής της ιατρικής του ύπνου στο Atrium Health στο Charlotte της Βόρειας Καρολίνας και πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Ιατρικής του Ύπνου.

Με την πάροδο του χρόνου, η έλλειψη ύπνου έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο όχι μόνο κατάθλιψης αλλά και άγχους, υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2, καρδιακής προσβολής, πτώσεων και ατυχημάτων, διαταραχών κατάχρησης ουσιών και πρόωρου θανάτου. Μπορεί επίσης να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Παρά τον επιπολασμό των διαταραχών του ύπνου και της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους, είναι πιθανό να υποδιαγιγνώσκονται σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.

Οι διαταραχές του ύπνου επηρεάζουν έως και το ήμισυ του ηλικιωμένου πληθυσμού, ενώ η κατάθλιψη ποικίλλει ανάλογα με το περιβάλλον και εμφανίζεται σε υψηλότερα ποσοστά στα γηροκομεία.

Η κατάθλιψη στους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί, επειδή μπορεί να έχουν διαφορετικά συμπτώματα από ό,τι οι νεότεροι.

Για ορισμένους ηλικιωμένους ενήλικες με κατάθλιψη, το κύριο σύμπτωμα δεν είναι η θλίψη ή η καταθλιπτική διάθεση – είναι ένα αίσθημα μουδιάσματος ή έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, χόμπι ή κοινωνικοποίηση.

Τα συμπτώματα που προκύπτουν από τις διαταραχές του ύπνου και τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή μπορεί να επικαλύπτονται και μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση, αλλαγές στη διάθεση, υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας και μειωμένη συγκέντρωση.

Share to...